ενδεικτικά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ενδεικτικά < ενδεικτικός + -ά
Επίρρημα[επεξεργασία]
ενδεικτικά
- με ενδεικτικό τρόπο, για ενδεικτικούς λόγους
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
ενδεικτικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ενδεικτικό