ενεστώς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἐνεστώς

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ενεστώς < αρχαία ελληνική ἐνεστώς (είμαι παρών) μετοχή ενεργητικού τύπου παρακειμένου με παθητική σημασία του ἐνίστημι

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /e.neˈstos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ε‐νε‐στώς

Μετοχή[επεξεργασία]

ενεστώς, ενεστώσα, ενεστώς (κλιτικοί τύποι από την αρχαία κλίση στο ἐνεστώς)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ενεστώς αρσενικό (κλιτικοί τύποι από την αρχαία κλίση στο ἐνεστώς#Ουσιαστικό)

Παράγωγα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]