ενορώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ενορώ < αρχαία ελληνική ἐνοράω / ἐνορῶ
Ρήμα[επεξεργασία]
ενορώ
- βλέπω κάτι με ενόραση
- προβλέπω, αντιλαμβάνομαι
Συγγενικά[επεξεργασία]
- ενόραση
- ενορατικά
- ενορατικός
- → δείτε τις λέξεις εν και ορώ
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ενορώ
|