ενορατικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἐνορατικός

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ενορατικός η ενορατική το ενορατικό
      γενική του ενορατικού της ενορατικής του ενορατικού
    αιτιατική τον ενορατικό την ενορατική το ενορατικό
     κλητική ενορατικέ ενορατική ενορατικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ενορατικοί οι ενορατικές τα ενορατικά
      γενική των ενορατικών των ενορατικών των ενορατικών
    αιτιατική τους ενορατικούς τις ενορατικές τα ενορατικά
     κλητική ενορατικοί ενορατικές ενορατικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ενορατικός < ενόραση + -τικός

Επίθετο[επεξεργασία]

ενορατικός

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]