εντυπώσεις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
εντυπώσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος εντυπώνω
- θα εντυπώσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος εντυπώνω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
εντυπώσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του εντύπωση