εν αποσυνθέσει

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εν αποσυνθέσει < (καθαρεύουσα ) ἐν ἀποσυνθέσει (δοτική του ἀποσύνθεσις) → δείτε τις λέξεις εν και αποσύνθεση • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Έκφραση[επεξεργασία]

εν αποσυνθέσει

Μεταφράσεις[επεξεργασία]