εν απουσία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εν απουσία < (καθαρεύουσα ) ἐν (τῇ) ἀπουσίᾳ (δοτική ενικού του ἀπουσία) → δείτε τις λέξεις εν και απουσία • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Έκφραση[επεξεργασία]

εν απουσία

  • (λόγιο) σε απουσία, κατά τη διάρκεια της απουσίας
    το γεγονός συνέβη εν απουσία μου.

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]