εν τούτω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εν τούτω < (καθαρεύουσα ) < ἐν τούτῳ (δοτική ενικού του ουδέτερου τοῦτο) → δείτε τις λέξεις εν και τούτο • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Έκφραση[επεξεργασία]
εν τούτω
- (λόγιο, όπως σε ιστορικές φράσεις) με αυτό το μέσον, μέσω αυτού
- ↪ εν τούτω νίκα (με αυτό να νικήσεις)