εξαρθρώσεις

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

εξαρθρώσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος εξαρθρώνω
  2. θα εξαρθρώσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος εξαρθρώνω

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]

εξαρθρώσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του εξάρθρωση