εξελικτικά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
εξελικτικά < εξελικτικός
Επίρρημα[επεξεργασία]
εξελικτικά
- βαθμιαία και ακολουθώντας μια εξελικτική πορεία
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εξελικτικά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
εξελικτικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του εξελικτικό