εξεταστικά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εξεταστικά < εξεταστικ(ός) + -ά
Επίρρημα[επεξεργασία]
εξεταστικά
- με εξεταστικό τρόπο, με εξέταση
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εξεταστικά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
εξεταστικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του εξεταστικός