εξοστρακίσεις

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

εξοστρακίσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος εξοστρακίζω
  2. θα εξοστρακίσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος εξοστρακίζω

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

[επεξεργασία]

εξοστρακίσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του εξοστράκιση