επιθηλιακά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- επιθηλιακά < επιθηλιακ(ός) + -ά
Επίρρημα[επεξεργασία]
επιθηλιακά
- ως προς το επιθήλιο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
επιθηλιακά
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
επιθηλιακά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του επιθηλιακός