επικαρπώνομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

επικαρπώνομαι < επικαρπία + -ώνομαι ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική usufruct)

Ρήμα[επεξεργασία]

επικαρπώνομαι

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]