επιτιμήσεις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
επιτιμήσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος επιτιμώ
- θα επιτιμήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος επιτιμώ
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
επιτιμήσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του επιτίμηση