εργαστηριακά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
εργαστηριακά < εργαστηριακός + -ά
Επίρρημα[επεξεργασία]
εργαστηριακά
- σε εργαστηριακό περιβάλλον, στο εργαστήριο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εργαστηριακά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
εργαστηριακά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του εργαστηριακό