εφιστώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εφιστώ < ελληνιστική κοινή ἐφιστάω / ἐφιστῶ / ἐφιστάνω < αρχαία ελληνική ἐφίστημι < ἐπί + ἵστημι < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *stísteh₂- < *steh₂-
Ρήμα[επεξεργασία]
εφιστώ (αόριστος: επέστησα· απαρέμφατο αορίστου: επιστήσει)
- ειδοποιώ κάποιον, τον κάνω να προσέξει κάτι
- ※ Εκεί, ο Ιταλός ιστορικός (…), ο φλογερός υπερασπιστής του χριστιανικού πολιτισμού, εισχώρησε βαθύτερα το βλέμμα του νικητή στην πραγματικότητα, για να τους επιστήσει την προσοχή για το γεγονός ότι η κομμουνιστική ουτοπία είναι ακόμα ζωντανή στον δυτικό πολιτισμό, σε μέσα ενημέρωσης, στην πολιτική. (www.efsyn.gr, 14.02.2020)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εφιστώ
|
Κατηγορίες:
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)