εφορμήσεις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
εφορμήσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος εφορμώ
- θα εφορμήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος εφορμώ
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
εφορμήσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του εφόρμηση