εἰς ὄνου πόκας

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εἰς ὄνου πόκας < → δείτε τις λέξεις εἰς, ὄνου, ὄνος, πόκας και πόκος

Έκφραση[επεξεργασία]

εἰς ὄνου πόκας

  • (μεταφορικά) σε μέρος που κουρεύουν τα γαϊδούρια, δηλαδή πουθενά
    ※  5ος/4ος↑ αιώνας Ἀριστοφάνης, Βάτραχοι, στίχ. 186 (185-187)
    τίς εἰς ἀναπαύλας ἐκ κακῶν καὶ πραγμάτων; | τίς εἰς τὸ Λήθης πεδίον, ἢ ᾽ς Ὀνουπόκας, | ἢ ᾽ς Κερβερίους, ἢ ᾽ς κόρακας, ἢ ᾽πὶ Ταίναρον;
    Ποιός για τα Ησυχαστήρια, από μπελάδες και σκοτούρες μακριά; | Ποιός για τον Κάμπο της Λησμονιάς; Ποιός είναι για τον τόπο της Γαϊδουροκουράς, | για τους Κερβέριους, ή για το Ταίναρο, ή για τα Κοράκια;
    Μετάφραση (1967): Θρασύβουλος Σταύρου, Αθήνα:Τυποβιβλιοτεχνική @greek‑language.gr

Πηγές[επεξεργασία]