ζουμερά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ζουμερά < ζουμερ(ός) + -ά
Επίρρημα[επεξεργασία]
ζουμερά
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
ζουμερά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ζουμερό