θαρσαλεύω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

θαρσαλεύω < θαρσαλ(έος) + ‑εύω. Ο τύπος θαρσαλεόω απαντά ήδη τον 9ο αιώνα κε.

Ρήμα[επεξεργασία]

θαρσαλεύω

Πηγές[επεξεργασία]