θηριομαχώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: θηριομαχῶ

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

θηριομαχώ < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή θηριομαχῶ (θηριομαχέω) < θηριομάχος. Συγχρονικά αναλύεται σε θηρί(ο) + -ο- + -μαχώ

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /θi.ɾi.o.maˈxo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: θη‐ρι‐ο‐μα‐χώ

Ρήμα[επεξεργασία]

θηριομαχώ, πρτ.: θηριομαχούσα, αόρ.: θηριομάχησα (χωρίς παθητική φωνή)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]