ιμίνες
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
ιμίνες θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ιμίνη
- (χημεία): κατηγορία χημικών ενώσεων που φέρουν στο μόριό τους ιμινομάδα