ιμίνες

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]

ιμίνες θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ιμίνη
  2. (χημεία): κατηγορία χημικών ενώσεων που φέρουν στο μόριό τους ιμινομάδα