ιστολογικά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
ιστολογικά < ιστολογικός + -ά
Επίρρημα[επεξεργασία]
ιστολογικά
- από την πλευρά / άποψη της ιστολογίας
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ιστολογικά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
ιστολογικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ιστολογικό