ιστός της Πηνελόπης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]
ιστός της Πηνελόπης
- για να δηλώσουμε ότι εσκεμμένα ή ακούσια μια εργασία δεν φτάνει στο τέλος της ή υπάρχει καθυστέρηση στην εκτέλεση ενός έργου
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ιστός της Πηνελόπης
|