κάνω αμάν
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Έκφραση[επεξεργασία]
κάνω αμάν
- (συχνά ως αρνητικό σχόλιο) λαχταράω, επιδιώκω διακαώς, συχνά χωρίς να τα καταφέρνω να το απολαύσω
- ↪ κάνει αμάν για προβολή στα ΜΜΕ
- ≈ συνώνυμα: κάνω κρα, ψοφάω, τρελαίνομαι
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κάνω αμάν
→ δείτε τη λέξη λαχταράω |