κέλευθος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κέλευθος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *kel-

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κέλευθος θηλυκό (ετερόκλιτο: πληθυντικός τὰ κέλευθα)

  1. δρόμος
  2. μονοπάτι
  3. πορεία
  4. βάδισμα, περπάτημα
  5. ταξίδι
  6. εκστρατεία

Πηγές[επεξεργασία]