καθολικεύσεως
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
καθολικεύσεως θηλυκό
- (λόγιο) γενική ενικού του καθολίκευση
- εναλλακτικά: καθολίκευσης
καθολικεύσεως θηλυκό