καθολίκευση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | καθολίκευση | οι | καθολικεύσεις |
γενική | της | καθολίκευσης* | των | καθολικεύσεων |
αιτιατική | την | καθολίκευση | τις | καθολικεύσεις |
κλητική | καθολίκευση | καθολικεύσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, καθολικεύσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- καθολίκευση < καθολικεύω + -ση
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
καθολίκευση θηλυκό
- η ενέργεια και το αποτέλεσμα του καθολικεύω
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
καθολίκευση
|