καρτερώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: καρτερῶ

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

καρτερώ < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική καρτερῶ, συνηρημένος τύπος του καρτερέω [1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /kaɾ.teˈɾo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: καρ‐τε‐ρώ

Ρήμα[επεξεργασία]

καρτερώ/καρτεράω, πρτ.: καρτερούσα/καρτέραγα, αόρ.: καρτέρησα/καρτέρεσα, χωρίς παθητική φωνή

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Παράγωγα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Παροιμίες[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]