κατά τό λαγαρώτατον

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κατὰ τὸ λαγαρώτατον: → δείτε τις λέξεις κατά, τό και λαγαρώτατον, ουδέτερο, υπερθετικός (λαγαρώτατος) του λαγαρός

Έκφραση[επεξεργασία]

κατὰ τὸ λαγαρώτατον

  • στο ασθενέστερο και πιο ανυπεράσπιστο μέρος
    ※  1ος/2ος↓ αιώνας Πλούταρχος, Βίοι Παράλληλοι, Κάμιλλος, 25.2 @scaife.perseus
    πέτρα κύκλῳ πολλὴ καὶ τραχεῖα περιπέφυκε· διʼ ἧς ἀνέβη λαθὼν καὶ προσέμιξε τοῖς φυλάττουσι τὸ διατείχισμα χαλεπῶς καὶ μόλις κατὰ τὸ λαγαρώτατον.
    γκρεμός κυκλωτός μεγάλος και τραχύς ειχε ζωσμένο [τον Καπιτωλίνο λόφο]· κι από κει ανέβηκε χωρίς να τον πάρουν χαμπάρι και τελικώς έφτασε κοντά στους φρουρούς που φυλάγανε το διατείχισμα εκεί που ήταν χαμηλότερο [οπότε και πιο ευπρόσβλητο]. Απόδοση:το Βικιλεξικό.

Πηγές[επεξεργασία]