καταβαραθρώσεις

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

καταβαραθρώσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος καταβαραθρώνω
  2. θα καταβαραθρώσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος καταβαραθρώνω

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

[επεξεργασία]

καταβαραθρώσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του καταβαράθρωση