καταγιγνώσκω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- καταγιγνώσκω < αρχαία ελληνική καταγιγνώσκω < κατά + γιγνώσκω
Ρήμα[επεξεργασία]
καταγιγνώσκω
- (νομικός όρος, αρχαιοπρεπές) διαπιστώνω / πιστοποιώ την ύπαρξη αδικήματος και βγάζω καταδικαστική απόφαση
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
καταγιγνώσκω
|