καταδυναστεύσεις

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

καταδυναστεύσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος καταδυναστεύω
  2. θα καταδυναστεύσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος καταδυναστεύω

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

[επεξεργασία]

καταδυναστεύσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του καταδυνάστευση