καταλαγιάζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- καταλαγιάζω < μεσαιωνική ελληνική καταλαγιάζω / καταλλαγιάζω < αρχαία ελληνική καταλλαγή
Ρήμα[επεξεργασία]
καταλαγιάζω
- (μεταβατικό) ηρεμώ, καταπραΰνω κάποιον
- Τα γλυκά της λόγια καταλάγιασαν το θυμό του.
- (αμετάβατο) έρχομαι σε κατάσταση ηρεμίας, γαλήνης
- Κάποτε τα πάθη καταλαγιάζουν.