καταστρεπτικά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
καταστρεπτικά < καταστρεπτικός + -ά
Επίρρημα[επεξεργασία]
καταστρεπτικά
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
καταστρεπτικά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
καταστρεπτικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του καταστρεπτικό