κερδαίνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κερδαίνω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κερδαίνω. Μορφολογικά αναλύεται σε κέρδ(ος) + -αίνω

Ρήμα[επεξεργασία]

κερδαίνω

Μεταφράσεις[επεξεργασία]



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κερδαίνω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική κερδαίνω

Ρήμα[επεξεργασία]

κερδαίνω (μεταβατικό) και (αμετάβατο)

  1. κερδίζω, αποκτώ
    κερδαίνω τη ζωή μου: βγάζω τα προς το ζην, τα έξοδά μου
    κερδαίνω τους κόπους μου: ανταμείβομαι για τις προσπάθειές μου
  2. κατορθώνω
  3. νικώ
    κερδαίνω τον πόλεμο, τη μάχη

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κερδαίνω < λείπει η ετυμολογία

Ρήμα[επεξεργασία]

κερδαίνω

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Παράγωγα[επεξεργασία]

Σύνθετα:

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]