κλίρινγκ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κλίρινγκ < (λόγιο δάνειο) αγγλική clearing με γραφή ⟨ng⟩ > ⟨νγκ⟩ για έμφαση στην προφορά του [ŋ] [1]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κλίρινγκ ουδέτερο άκλιτο
- (οικονομία) οικονομικό σύστημα μεταξύ κρατών σύμφωνα με το οποίο δημιουργούνται χρεωπιστωτικές συναλλαγές μεταξύ των επιχειρήσεων των δύο κρατών και την ευθύνη πληρωμής των τοπικών επιχειρήσεων αναλλαμβάνουν οι κρατικές τράπεζες, έτσι ώστε να μεταβιβάζονται σε κάθε εκκαθαριστική περίοδο μόνο οι διαφορές και να μειώνεται η μετακίνηση συναλλάγματος,
Άλλες γραφές[επεξεργασία]
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ κλίριγκ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Λόγια δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Οικονομία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)