πληρωμή

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πληρωμή οι πληρωμές
      γενική της πληρωμής των πληρωμών
    αιτιατική την πληρωμή τις πληρωμές
     κλητική πληρωμή πληρωμές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πληρωμή < πληρώνω

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πληρωμή θηλυκό

  1. η καταβολή χρημάτων σε εργαζόμενο ή για την αγορά αγαθών ή υπηρεσιών ή την εξόφληση οικονομικών υποχρεώσεων
  2. η είσπραξη της αμοιβής από κάποιον για εργασία που εκτέλεσε
  3. (μεταφορικά) η ανταπόδοση

Μεταφράσεις[επεξεργασία]