κλασματικά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
κλασματικά < κλασματικός + -ά
Επίρρημα[επεξεργασία]
κλασματικά
- με κλασματικό τρόπο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κλασματικά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
κλασματικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του κλασματικός