κοινοβουλευτικά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
κοινοβουλευτικά < κοινοβουλευτικός + -ά
Επίρρημα[επεξεργασία]
κοινοβουλευτικά
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κοινοβουλευτικά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
κοινοβουλευτικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του κοινοβουλευτικός