κοκκινιστά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
κοκκινιστά < κοκκινιστός + -ά
Επίρρημα[επεξεργασία]
κοκκινιστά
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κοκκινιστά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
κοκκινιστά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του κοκκινιστός