κολούμπρα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κολούμπρα < ιταλική colubro (αρσενικό=φίδι, μετατροπή σε θηλυκό από έλξη προς το γένος πολλών ελληνικών φιδιών: οχιά, δεντρογαλιά...) < λατινικά colubra

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κολούμπρα

Εκφράσεις[επεξεργασία]

  • με πιάνει κολούμπρα/παθαίνω κολούμπρα: βιώνω κάποιο δυνατό συναίσθημα (καλό ή κακό)
     συνώνυμα: παθαίνω την πλάκα μου, παθαίνω σοκ, νιώθω αμήχανα

Σημειώσεις[επεξεργασία]

  • η λέξη χρησιμοποιείται σχεδόν αποκλειστικά στις φράσεις που παρατίθενται παραπάνω

Μεταφράσεις[επεξεργασία]