κοπανίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κοπανίζω < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή κοπανίζω

Ρήμα[επεξεργασία]

κοπανίζω, αόρ.: κοπάνισα, παθ.φωνή: κοπανίζομαι, π.αόρ.: κοπανίστηκα, μτχ.π.π.: κοπανισμένος

  1. κονιορτοποιώ χτυπώντας (όπως μέσα σε γουδί)
  2. (λαϊκό) χτυπώ άγρια κάποιον
    Του την κοπάνισε στο δόξα πατρί.

Συγγενικά[επεξεργασία]

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]


Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κοπανίζω < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή κοπανίζω

Ρήμα[επεξεργασία]

κοπανίζω

  1. κοπανίζω στο γουδί
  2. χτυπάω δυνατά
  3. (μεταφορικά) εξουδετερώνω

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κοπανίζω (ελληνιστική κοινή) < λείπει η ετυμολογία

Ρήμα[επεξεργασία]

κοπανίζω

Πηγές[επεξεργασία]