κουρκουτιάζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κουρκουτιάζω < κουρκούτι + -ιάζω

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /kur.kuˈtça.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κουρ‐κου‐τιά‐ζω

Ρήμα[επεξεργασία]

κουρκουτιάζω

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]