κρυφοκαίω
Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
- κρυφοκαίω < κρυφ(ο)- + καίω
κρυφοκαίω
- καίγομαι χωρίς φλόγα
- (στη λογοτεχνία) λέγεται για κάτι που παιδεύει και τυραννάει κάποιον χωρίς να εκδηλώνεται μπροστά στους άλλους
- το πάθος τον κρυφοκαίει
- ο λυγμός κρυφοκαίει τον λαιμό του