κυλινδρωτά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κυλινδρωτά < κυλινδρωτός + -ά
Επίρρημα[επεξεργασία]
κυλινδρωτά
- με κυλινδρωτό τρόπο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κυλινδρωτά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
κυλινδρωτά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του κυλινδρωτός