κυματιστά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κυματιστά < κυματιστός + -ά
Επίρρημα[επεξεργασία]
κυματιστά
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κυματιστά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
κυματιστά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του κυματιστός