κόβομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈko.vo.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κό‐βο‐μαι
Ρήμα
[επεξεργασία]κόβομαι, πρτ.: κοβόμουν, στ.μέλλ.: θα κοπώ, αόρ.: κόπηκα, μτχ.π.π.: κομμένος, (ενεργ.: κόβω)
- παθητική φωνή του ρήματος κόβω → δείτε και την κλίση
- παθητικές σημασίες του κόβω
- τραυματίζομαι (μάλλον ελαφρά) στο δέρμα
- ↪ κόπηκα στο ξύρισμα
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- κόπτομαι (με διαφορετική σημασία)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη κόβω
κόβομαι
|