λέρας

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

λέρας < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

λέρας αρσενικό

  1. ο βρομύλος, ο βρομιάρης, ο βρόμικος, κυριολεκτικά ή μεταφορικά

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]

λέρας

  1. γενική ενικού του λέρα